-
1 fikstür
πρόγραμμα -
2 programme
πρόγραμμα -
3 radiodiffusion
πρόγραμμα -
4 pořad
πρόγραμμα -
5 program
πρόγραμμα -
6 program
πρόγραμμα -
7 programme
πρόγραμμα -
8 scheme
πρόγραμμα -
9 terminarz
πρόγραμμα -
10 программа
программа ж в разн. знач. το πρόγραμμα· учебная \программа το σχολικό πρόγραμμα· \программа концерта το πρόγραμμα συναυλίας* * *ж в разн. знач.το πρόγραμμαуче́бная програ́мма — το σχολικό πρόγραμμα
програ́мма конце́рта — το πρόγραμμα συναυλίας
-
11 режим
1. тех. οι συνθήκες (λειτουργίας), το πρόγραμμα, η κατάστασηпереводить в - передачи рад. θέτω σε λειτουργία μετάδοσης- больших сигналов (рад.элн.) - μεγάλων σημάτωνпониженный рад. το πρόγραμμα λειτουργίας με μειωμένη ισχύ- μελέτης2. (распорядок жизни, труда и т.п.) το πρόγραμμα, η διάταξη, ο κανονισμός 3. (государственный строй) το καθεστώς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > режим
-
12 программа
программ||аж в разн. знач. τό πρόγραμμα:\программа партии τό πρόγραμμα τοῦ κόμματος· учебная \программа τό σχολικό πρόγραμμα· производственная \программа τό πρόγραμμα τής παραγωγής· театральная \программа τό πρόγραμμα θεάτρου. -
13 программа
-ы θ.πρόγραμμα-- и устав партии πρόγραμμα και καταστατικό του κόμματος•театральная программа του πρόγραμμα του θεάτρου•
учебная программа το αναλυτικό πρόγραμμα.
|| πλάνο, σχέδιο•программа работы съезда το πλάνο•
ер -γασιών του συνεδρίου.
-
14 расписание
-я ουδ.1. δρομολόγιο (μεταφορικού μέσου).2. πρόγραμμα•расписание уроков ωρολόγιο πρόγραμμα μαθημάτων•
расписание занятий πρόγραμμα μαθημάτων•
расписание лекций πρόγραμμα διαλέξεων.
-
15 план
-
16 расписание
расписаниес τό ὠρολόγιο[ν], τό πρόγραμμα, τό ὠράριο[ν], τό δρομολόγιο[ν]:\расписание поездов τό ὠράριο (или τό δρομολόγιο) τών τραίνων \расписание лекций τό ὠρολόγιο (или τό πρόγραμμα) τών παραδόσεων по \расписаниеию σύμφωνα μέ τό πρόγραμμα. -
17 programme
['prəuɡræm]1) ((a booklet or paper giving the details of) the planned events in an entertainment etc: According to the programme, the show begins at 8.00.) πρόγραμμα2) (a plan or scheme: a programme of reforms.) πρόγραμμα3) ((British and American usually program) a set of data, instructions etc put into a computer.) πρόγραμμα•- program- programmer -
18 график
-а α.1. διάγραμμα•график движения поездов διάγραμμα κίνησης των τραίνων.
2. πρόγράμμα εργασίας•работать по -у εργάζομαιμε πρόγραμμα•
выйти из -а παραβιάζω το πρόγραμμα.
3. χαράκτης, σχεδιογράφος• καλλιγράφος. -
19 программа
1. (план предстоящей деятельности, работ и т.п.порядок проведения чего-л.) το πρόγραμμα, το σχέδιο2. вчт. το πρόγραμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > программа
-
20 продовольственный
продовольственный: \продовольственный магазин το κατάστημα τροφίμων, το παντοπωλείο, το εδωδιμοπωλείο· \продовольственныйая программа το πρόγραμμα επισιτισμού* * *продово́льственный магази́н — το κατάστημα τροφίμων, το παντοπωλείο, το εδωδιμοπωλείο
продово́льственная програ́мма — το πρόγραμμα επισιτισμού
См. также в других словарях:
πρόγραμμα — public proclamation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόγραμμα — το, ΝΜΑ [προγράφω] νεοελλ. 1. λεπτομερής καταγραφή ενεργειών και πράξεων οι οποίες πρόκειται να γίνουν σε καθορισμένο χρόνο (α. «πρόγραμμα αγώνων» β. «πρόγραμμα θεατρικής παράστασης [ή κινηματογραφικής προβολής]» έντυπο που περιλαμβάνει γενικές… … Dictionary of Greek
πρόγραμμα — το, ατος 1. ο σχεδιασμός ενεργειών που πρόκειται να γίνουν: Πρόγραμμα εξετάσεων. 2. προκαθορισμένος τρόπος ενέργειας ή συμπεριφοράς: Να έχεις πρόγραμμα στη ζωή σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόγραμμ' — πρόγραμμα , πρόγραμμα public proclamation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγραμμάτων — πρόγραμμα public proclamation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγράμμασι — πρόγραμμα public proclamation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγράμμασιν — πρόγραμμα public proclamation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγράμματα — πρόγραμμα public proclamation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγράμματι — πρόγραμμα public proclamation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγράμματος — πρόγραμμα public proclamation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek